Η γιαγιά Καραντίνα
By
Κάποιες φορές ματώνω
Λέω σήμερα να αφήσω όπως είναι τα πιάτα στο τραπέζι, έτσι, με μπουκιές ανολοκλήρωτες, παρατημένες στη ρουτίνα αυτής τής επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας. Το ποτήρι ας μείνει εκεί, με τα σημάδια πάνω του από τα θολά χείλη και την προσπάθειά τους να ξεδιψάσουν. Τα μαχαιροπήρουνα εξαντλημένα κι αυτά να στέκονται λες και μονίμως παίρνουν θέση για μια μάχη που όλο ξεκινά και δε δίνεται ποτέ. Λίγο παραπέρα, πάνω στο εκτεθειμένο ξύλο, τα ψίχουλα, έτσι όπως μετακινούνται από τα ακούραστα μυρμήγκια που μαζεύουν πάλι φαγητό κι εφόδια για έναν ακόμα ατελείωτο χειμώνα. Ναι, όλα θα μείνουν στάσιμα, σαν το χρόνο που είναι λες και πάγωσε εδώ και κάμποσο καιρό. Προχτές παρατηρούσα εκείνο το ημερολόγιο στον τοίχο, πάνε τόσες εβδομάδες που σταμάτησα να του αλλάζω την ημερομηνία, έχει μείνει να μετράει και να μη μετράει πια, με κάποια ξεχασμένη Πέμπτη πάνω του, ενός ακαθόριστου Μαρτίου, άραγε υπάρχει άνοιξη, δεν ξέρω, έχασα πια το μέτρημα μέσα σε αυτό το σπίτι, ίσως κατά βάθος είναι προτιμότερο να μην υπάρχει χρόνος τελικά, εξάλλου αυτό λέγαμε για τόσες δεκαετίες, ότι δηλαδή τα ρολόγια, οι ατζέντες, οι μήνες, οι ώρες, τα δευτερόλεπτα είναι ένα καλά μελετημένο βάσανο που καταπιέζει τα μυαλά και τις πλάτες μας, ευκαιρία λοιπόν να ξεμπερδεύουμε κι αύριο, σήμερα και τι γρήγορα που πέρασε η ζωή να μην υπάρχουν πια ως φράσεις αγωνίας στα στόματά μας. Ναι, δε θα συμμαζέψω τίποτα απόψε, έτσι για μια αλλαγή, πίστεψα ότι, βάζοντας κάθε τελευταίο, σχεδόν χαμένο εδώ μέσα αντικείμενο στη θέση του, θα τοποθετούσα τα πράγματα σε μια τάξη, ξεγιελιόμουν, θεώρησα ότι θα έρθει η ημέρα που θα μπορώ να φύγω από τη ζωή με τα πάντα τακτοποιημένα στα σωστά συρτάρια τους, με ντουλάπια δίχως σκόνη και με τα χαλιά στρωμένα για τον επόμενο επισκέπτη. Μα που χαθήκατε όλοι σας;
Έκανα σωστά που δεν έκλεισα την τηλεόραση, την αφήνω επίτηδες ανοιχτή να αναβοσβήνει νύχτα μέρα, όχι τόσο για όσα λέει αλλά για να δίνει την εντύπωση ότι υπάρχει ζωή σε αυτούς εδώ τους τοίχους, έτσι δεν κάναμε όταν θέλαμε να μπερδέψουμε τους επίδοξους κλέφτες, να βλέπουν φώτα να τρεμοπαίζουν στο σαλόνι και να ακούν τάχα συνομιλίες την ώρα εκείνη ακριβώς, όταν θα φερμάρουν το σπίτι που σχεδιάζουν να ληστέψουν, ειδικά εμείς οι ανυπεράσπιστες γριούλες είχαμε σκαρφιστεί τόσες και τόσες πατέντες για να αποφύγουμε τέτοιους κινδύνους. Βέβαια αυτή η ανάγκη έχει πάψει να υπάρχει, αφού κλέφτες δεν έρχονται πια ούτε καν ως περαστικοί, ακόμα κι εκείνος ο ταχυδρόμος έχει βδομάδες να χτυπήσει το κουδούνι και να μου πει ότι κουβαλάει κάποιο γράμμα, κάποια κατεπείγουσα επιστολή που να με αφορά και που πρέπει να ληφθεί άμεσα υπόψη. Δεν ξέρω, ίσως και να πέρασε μια από αυτές τις ημέρες αλλά να μην τον άκουσα ή να μπέρδεψα τη φωνή του με τη φωνή από τη φωνή τής τηλεόρασης ή με τις περίεργες φωνές που καμιά φορά θαρρείς ότι μου μιλάνε τη στιγμή που πάω να κοιμηθώ ή και μέσα στον ίδιο μου τον ύπνο, πόσο εκνευριστικό αυτό το καψόνι κάθε φορά, δεν καταλαβαίνω τι θέλουν να μου πουν, συλλαβές και λέξεις μετέωρες στον άερα, σα να ακούς τον άλλο να φωνάζει το όνομά σου και να βγαίνεις τρέχοντας από την κρεβατοκάμαρα προς το καθιστικό και να ρώτας όλο απορία μαζί με βεβαιότητα “με φώναξες;”. Θα έβαζα και στοίχημα τη ζωή μου την ίδια ότι αντιλήφθηκα τον άντρα μου, να, σώπα, άκου, σουτ, η φωνή του, μόλις με ρώτησε τι ώρα πήγε, δε γίνεται να έχω αποτρελαθεί τόσο, τον άκουσα ξεκάθαρα, πρέπει να πάρει τα χάπια για την καρδιά του, καρδιά μου, πως το λησμόνησα, έρχομαι, δε σε ξέχασα απλά με πήρε λιγάκι ο ύπνος στη βαθιά πολυθρόνα. Μια αγάπη σαν υποκείμενο νόσημα.
Κάθομαι και μιλάω με τη φωτογραφία του, δεν μπορείς έτσι εύκολα να πάψεις να συζητάς με κάποιον που υποκειμενικά κι αντικειμενικά μοιράστηκες μαζί του τα πάντα για κοντά μισό αιώνα, δεν είναι όπως αλλάζεις γειτονιά και λες ότι απλά ζεις σε ένα νέο περιβάλλον, όταν χάνεις τον άνθρωπό σου είναι σα να λείπει πια ένα ζωτικό όργανο από το σώμα σου το ίδιο, ειναι λες κι αναπνέεις με το ένα σου πνευμόνι, δεν είναι το ίδιο πηγαία καμιά ανακούφιση από την απώλεια και στο εξής. Έρχονται και στιγμές που κλαίω στα βουβά, να μη με πάρει χαμπάρι η τηλεόραση και με κοροιδέψει, άλλοτε θέλω να ξεσπάσω και να φωνάξω με αναφιλητά για τον πόνο που πονώ αλλά με εμποδίζει αυτός ο σιχαμένος μόνιμος βήχας που δε με αφήνει να θρηνήσω σαν άνθρωπος στην ησυχία μου. Για πότε τον μαζέψανε, για πότε τον τυλίξανε με εκείνες τις μάσκες και τους σωλήνες που έριχναν απελπισμένα οξυγόνο στο στόμα του, για πότε τον έβαλαν στο άψυχο φέρετρο, για πότε τον έχασα από τα μάτια μου μπροστά δεν κατάλαβα. Πως είναι ποτέ δυνατόν τόσα χρόνια να γίνουν στάχτη σε ένα βάζο αδειανό, χωρίς καν να μου επιτραπεί να τον αγγίξω, να σφίξω έστω τα ροζιασμένα του δάχτυλα, να ψηλαφίσω το ταλαιπωρημένο του μέτωπο, οι οδηγίες ήταν αυστηρές και με σοβαρές ποινικές κυρώσεις αν έκανα το λάθος και συμπεριφερόμουν, όπως κάναμε παλαιότερα στων ανθρώπων τις κηδείες. Από την άλλη, έμαθα για χειρότερες καταστάσεις, όπως με τη γειτόνισσα που βρέθηκε εγκαταλελειμμένη σε εκείνο το γηροκομείο, μπήκαν λέει μέσα για αιφνιδιαστικό έλεγχο να δουν αν τηρούνται τα προβλεπόμενα μέτρα υγιεινής κι αντί για αντισηπτικά βρήκαν κορμιά σε σήψη, πεσμένα στο κρύο πάτωμα. Την πήρανε και τη ρίξανε προσωρινά, άγνωστο μέχρι πότε, στο διπλανό παγοδρόμιο που το είχαν μετατρέψει σε νεκροτομείο. Σα να έβαλε λιγάκι ψύχρα, μού φαίνεται.
“Μένουμε στο σπίτι. Εσείς ειδικά, γιαγιάδες και παππούδες, ακούστε με προσεχτικά τι θα σας πω”. Δε βαρέθηκαν ακόμα να παίζουν αυτήν τη διαφήμιση, έχει καταντήσει πιο κουραστική κι από τους πόνους που νιώθω να μου τσακίζουν τα κόκκαλα. “Στο πρώτο σύμπτωμα, βήχα ή πυρετό, μένουμε μέσα”. Στην αρχή ακουγόταν τόσο ευχάριστο, έλεγες ότι είναι μια μοναδική ευκαιρία να ξεκουραστώ, να αποφύγω τις περιττές συναναστροφές και συναθροίσεις, γεμάτες ύπουλα βλέμματα και κουτσομπολιό, αισθανόσουν την ικανοποίηση ότι θα φροντίσει το κράτος για ‘σένα, μένουμε σπίτι, ειδικά οι λεγόμενες ευπαθείς ομάδες, κίνδυνος, θάνατος, μένουμε μέσα, αναμένουμε αύξηση στα κρούσματα και τους θανάτους, αναπόφευχτα θα χαθούν αγαπημένα μας πρόσωπα, θα περάσει κι αυτό, σε απόσταση ασφαλείας τα σώματα, θα αποκτήσουμε αντισώματα, ειδικοί, αναλυτές, τραγικές επιπτώσεις στην οικονομία, αναγκαστική περικοπή μισθών και συντάξεων, πολύ θόρυβο κάνετε για ηλικιωμένους που έτσι κι αλλιώς πρόκειται να πεθάνουν, πως μιλάτε έτσι για τις μανάδες και τους πατεράδες μας, πάψτε μωρέ να ουρλιάζετε σαν τους λύκους όλοι μαζί, η ανοσία τής αγέλης, μένουμε σπίτι, στο τσακ είμαι να τη βάλω στο αθόρυβο, μένουμε μέσα. Θυμίζει όλο αυτό ένα πλοίο που το ξεχάσανε να πλέει για μήνες στα αχανή πελάγη, χωρίς να δένει σε κανένα λιμάνι, μήπως και μολυνθούν οι ντόπιοι. Ή όπως μια φυλακή με τον εγκλεισμό να μετριέται σε χαραγμένες γραμμές στον τοίχο και με θολά ηλιοβασιλέματα που δραπετεύουν από τις σχισμές των μισάνοιχτων κελιών. “Μένουμε μέσα και παίρνουμε τηλέφωνο το γιατρό μας”. Ναι, γιατρέ, αυτή η εποχική γρίπη λες να είναι από αυτό το νέο μικρόβιο; Εντάξει, θα πλένω τα χέρια μου, εντάξει. Δεν έχω κι έναν άνθρωπο για ώρα ανάγκης, γιατρέ μου. Ξέρω, ξέρω, εσύ νίπτεις τας χείρας σου. Πολύ σχολαστικά.
Κακά τα ψέματα, ώρες-ώρες μπαίνω στον πειρασμό να αμαρτήσω. Αύριο που ξημερώνει Κυριακή είναι ιδανική ευκαιρία να κάνω πράξη εκείνη τη συμβουλή που έδωσε ο μητροπολίτης, ότι δηλαδή να δηλώσουμε αλλιώτικα, ενώ στ’ αλήθεια θα εκκλησιαστούμε, αμά ο Παντοδύναμος λέει τέτοια ψέμματα γιατί όχι εγώ, θα βγω και θα κοινωνήσω και θα φιλήσω και τα εικονίσματα, όλα θα τα κάνω, θα προσευχηθώ στον Επουράνιο, μήπως και ρίξει στη γη τη θεραπεία, θα τα αφήσω όλα έτσι, δε βαριέσαι, συμμαζεύω μέτα τη λειτουργία, μόνο για την εξομολόγηση θα πάω και θα γυρίσω, μάρτυς μου ο Θεός ο ίδιος, ποιος ξέρει μπορεί στο δρόμο να πετύχω και κανένα από τα εγγόνια μου, μεγαλώνουν τόσο γρήγορα και δε θα τα αναγνωρίζω στο τέλος, τι να σου κάνει το τηλέφωνο κι αυτό με γάντια το πιάνω, μήπως και μεταδοθεί με κάποιο σατανικό τρόπο ο ιός, δεν είναι να το γελάς, άγνωσται αι βουλαί τού Κυρίου, εδώ λένε ότι ακόμα και τα πτώματα δεν είναι σωστά καταμετρημένα για να τρομάζουν τον κόσμο και να μένει μέσα, δεν έχουν κρεβάτια μήτε γιατρούς και φοράνε σακκούλες από σκουπίδια για στολές στα νοσοκομεία. Στα έκτακτα δελτία είπαν ότι δοκιμάζουν για πρώτη φορά το εμβόλιο που θα μας λυτρώσει κι ότι είναι φτιαγμένο από σώμα κι αίμα Χριστού με λίγη δόση χλωρίνης. Ότι χτυπάνε τις πόρτες μπας και σε προλάβουν ζωντανό και σου δώσουν την πειραματική δόση. Ας πάω σιγά σιγά για ύπνο. Ναι, ποιος είναι; Πάλι αυτές οι ρημαδιασμένες οι φώνες δε θα με αφήσουν να κλείσω μάτι. Παρακαλώ, ανοίξτε, δεν είναι κλειδωμένα εδώ και καιρό. Δεν περίμενα και κανέναν. Χήρα γυναίκα. Έμεινα σπίτι. Είχα ήπια συμπτώματα. Πήρα το γιατρό μου. Μήπως φέρατε το εμβόλιο; Γιατί δε μου απαντάτε; Μα τι είναι αυτά που λέτε; Γυναίκα ηλικιωμένη. Ετών 93. Θάνατος υπ’ αριθμ. 13033. Προ ακαθορίστων ημερών. Κλείστε την τηλεόραση.
Για να έχουμε όλοι την υγειά μας.
Τον ελεγαν Φοβο…
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Θα μπορούσε
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Αληθεια που δεν προκειται να την μαθουμε ολοκληρη. Μισολογα, και αυτα ραμμενα στα μετρα τους, για να μας παρουν τα δικα μας μετρα.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!