Ο Ιός, ο Μονογενής

By

undefined

Απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο

Ξάφνου βρέθηκα να ξυπνάω ξαπλωμένος κουλουριαστά στη μέση από το πουθενά. Ένιωθα τα κόκαλά μου να με πονάνε τόσο, όσο ήταν αρκετό για να νιώσω εκείνη τη χαρακτηριστική γλυκιά εξάντληση, όπως τότε που έτρεχα λαχανιασμένος από κάθε λογής άθλημα κι έπεφτα με μιας να ξεκουραστώ στην τρυφερή αγκαλιά από τη γιαγιά μου. Τα πνευμόνια μου είχαν όπως τότε, έτσι και τώρα, την ίδια διέγερση, μόνο που, αυτή τη φορά, ο βήχας δεν έλεγε να κοπάσει. Που και που αναγκαζόμουν να φτύνω λευκά, διαφανή φλέματα, για να μπορώ να έχω την αίσθηση ότι ανακουφίζομαι, μολονότι μετά από λίγα μόλις λεπτά γινόταν το ίδιο από την αρχή κι από την αρχή κι από την αρχή, μέχρι να το συνηθίσω πλήρως και να μη μου προκαλεί πια εντύπωση, λες κι επρόκειτο πια για κάτι επαναλαμβανόμενο, όπως η ίδια μου η ανάσα. Βέβαια κι αυτή η ανάσα με τη μάσκα που φορούσα ήταν περιορισμένη, άλλωστε δεν έχει καμία σύγκριση το να αναπνέεις ελεύθερα με το να προσπαθείς να ανασάνεις, μειώνοντας πάνω από το μισό τον αέρα που εναγωνίως ψάχνεις για να τον βάλεις στα στήθια σου. Είναι λες κι είσαι πουλί που αναγκάζεται να πετά με το ένα του φτερό σπασμένο. Κι όσο συνεχίζεις να ζεις με μάσκα, τόσο εξοικειώνεσαι σταδιακά με τον ήχο που κάνει η αναπνοή τής ύπαρξής σου, είναι σα να δουλεύει μηχανή από τα υπόγεια εργοστασίου, είναι κάτι που ακούγεται πια σαν ένα εξάρτημα κι όχι ως κάτι ανθρώπινο. Το ακόμα δυσκολότερο είναι ότι πρέπει να ανασηκωθώ και να αισθανθώ κάθε μου κίνηση, φορώντας αυτά τα γάντια που σου απαγορεύουν να αισθανθείς οποιαδήποτε επαφή βιώσεις. Διότι χωρίς την αφή είσαι περίπου τυφλός, ακουμπάς αλλά δεν αντιλαμβάνεσαι, είσαι περίπου κουφός, βλέπεις αλλά δεν εισακούς τον άλλο, ακόμα και τη γροθιά που ρίχνεις στον τοίχο τη νιώθεις κούφια, αποστειρωμένη. Πως έφτασα άραγε εδώ;

Η μνήμη και το μυαλό παίζουν περίεργα παιχνίδια τέτοιες ώρες, είναι όπως όταν ψήνεσαι για μέρες στον πυρετό και σταδιακά μπλέκει το υποσυνείδητο με το πραγματικό, το ονειρικό με το υπαρκτό, το ψέμα με την αλήθεια, οι ευχές με τις κατάρες, τα χτεσινά με τα τωρινά και τα μελλούμενα. Είναι στιγμές που θαρρείς ότι είσαι μέρος από εφιάλτη ή ακριβέστερα από μια ταινία από εκείνες που περιγράφουν τη φαντασία διαφόρων επιστημόνων. Φαντασία και πραγματικότητα έχουν αναμιχθεί κι όπως κάνω να δω τριγύρω καλύτερα, χωρίς ποτέ να επιτρέπεται ν’ ακουμπάω το ίδιο το πρόσωπό μου, προσπαθώ να ταρακουνηθώ για να δω αν κοιμάμαι ακόμα κι ονειρεύομαι, είναι βασανιστικό να θες να ξυπνήσεις από όλο αυτό και να μην μπορείς, γιατί είσαι ήδη ξύπνιος και το ζεις, όπως ακριβώς το ονειρεύεσαι. Κι όσο κι αν ουρλιάξεις με όλη τη δύναμη που κρύβουν τα ταλαιπωρημένα σωθικά σου, όσο κι αν θελήσεις να ακούσει η πλάση ολάκερη τις εκλιπαρούσες φωνές σου, όπως κι αν κυληθείς στο δρόμο και τα πεζοδρόμια, τίποτε από όλα αυτά δεν αρκεί για να επιστρέψεις σε όσα ήξερες και θεωρούσες αυτονόητα μέχρι πριν. Εξάλλου έχεις καιρό πια από τότε που ξάπλωσες τελευταία φορά στο ανάλαφρο κρεβάτι σου, ξέρω, σαν αιώνας φαίνεται, είναι γιατί ο ύπνος μέσα στη θαλπωρή μετριέται διαφορετικά από τον ύπνο μέσα σε νοσοκομεία, σε περιστατικά επείγοντα, σε διαδρόμους και θαλάμους αναμονής, δεν κοιμάσαι το ίδιο μέσα στα λεγόμενα δωμάτια αρνητικής πίεσης, ούτε σε έτσι κι αλλιώς εξαντλημένες μονάδες εντατικής θεραπείας, που μάλλον λέγονται έτσι γιατί εντατικοποιούν την ανάγκη σου να γυρίσεις επιτέλους στο σπίτι, να νιώσεις εκείνο το δροσερό σεντόνι που έχει πάνω του τα όνειρα, τις αγωνίες και τη μυρωδιά σου. Θες να ακούσεις τη μάνα σου να σου λέει, καληνύχτα, όνειρα γλυκά. Σκεπάσου, θα κρυώσεις.

Κατά βάθος όλα όσα θεωρούσες κουραστικά, αχρείαστα, περιττά, έρχονται πλέον να αποδειχθούν ως τα πιο σοφά λόγια που άκουγες ποτέ σου. Όλη εκείνη η ανάγκη για πρόληψη, για ατομική ευθύνη, για το τι ρόλο βαράει τελικά ο καθένας μας, ως μέρος μετέπειτα ενός μεγάλου συνόλου, τα συνθήματα για το περιβάλλον, την κλιματική αλλαγή, για τις καθημερινές μας συνήθειες, για το αν είμαστε προσηλωμένοι στους πολέμους απέναντι πρώτα στους ανθρώπους και μετά στα μικρόβια, αν η επόμενη παγκόσμια σύρραξη θα είναι για τα όπλα ή τα φάρμακα. Όλα αυτά είχες την αίσθηση ότι ήταν μια εγκυκλοπαιδική, μακρινή συζήτηση και για τις βαθιές, μελλοντικές γενιές. Κι αν αυτή η κουβέντα συνεχιζόταν για πολύ, ερχόντουσαν κάποιοι με μονίμως θυμωμένα πρόσωπα, που σου έλεγαν για συνωμοσίες, για σενάρια κατασκευασμένα και για στημένα σκηνικά τρόμου, για κλίμα πανικού προκειμένου κάποιοι να μετατρέψουν σε χρήμα τις αγωνίες και τα αναπάντητα ακόμα ερωτήματα που πλανιόντουσαν πάνω από τα απορημένα μας κεφάλια. Ήταν οι ίδιοι που έλεγαν ότι η πίστη σώζει κι ότι δεν είναι ικανός ο υπερόπτης άνθρωπος για όλα, ότι υπάρχουν δυνάμεις ανώτερες και πρέπει επιτέλους να πάψουμε να αμφισβητούμε τα θαύματα κι ότι η δύναμη που κρύβεται στη θεία κοινωνία και τη θεία μετάληψη είναι θεραπευτική κι ότι ποτέ κανένας πιστός δε νόσησε από την πίστη του κι ότι μπορούμε να καταπίνουμε το σώμα μας και το αίμα μας όλοι με το ίδιο ακριβώς μαγικό κουτάλι κι από το ίδιο ακριβώς θεϊκό ποτήρι, μέχρι και γιατροί βγήκαν και τα είπαν αυτά κι ως γνωστόν το γιατρό τον έχεις για Θεό σου, ποιος είσαι εσύ που θα αμφισβητήσεις το Θεό τον ίδιο. Κανένα έλεος για τους άπιστους, τους αμφισβητίες της θέλησης τού Κυρίου, εκείνους που θεωρούν την εκκλησία εστία ανεξέλεγκτων μικροβίων. Κύριε, ελέησον και νοσημάτων απάλλαξον ημάς.

Το πρόβλημα βέβαια δεν άργησε να απασχολήσει και τον τελευταίο ναό σε τούτον τον πλανήτη, προσπαθώντας να κλείσουν άρον άρον κάθε ελάχιστη σπιθαμή λατρείας, αν κι ήταν πολλοί πια εκείνοι που δε βοηθήθηκαν από την πίστη τους και μετέδωσαν το μικρόβιο τής αγνωμοσύνης τους σε χιλιάδες ανυποψίαστους κι αθώους, άπιστους και μη. Τις προάλλες είδα να περιφέρεται εκείνη η συμπαθέστατη γριούλα που της είχαν φορέσει φωσφοριζέ ρόμπα για να την ξεχωρίζεις από μακριά και με μεγάλους αριθμούς σχηματιζόταν στην εξασθενημένη πλάτη της το νούμερο 31. Λέγεται ότι είχε πάρει σβάρνα τις εκκλησιές, τα σούπερ μάρκετ, τα μανάβικα, τα φαρμακεία, τα πάρκα και τις παραλίες και θεωρούσε ότι ο φρέσκος αέρας και το ιώδιο στη θάλασσα είναι η καλύτερη απάντηση σε κάθε ιό κι ότι η ίδια δεν ένιωθε απολύτως τίποτα, δεν είχε καμιά ανάγκη από μάσκες, γάντια, έπλενε απλά πολύ καλά τα χέρια της, όπως άλλωστε σε όλη της τη ζωή, αν είχε κανένα βηχαλάκι δικαιολογημένο ήταν, μεγάλη γυναίκα άλλωστε, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι πέρασε την αρρώστια σε πάνω από χίλια άτομα που ήρθαν στην παραμικρή επαφή μαζί της, τόσο δεν το πίστευε που, όταν τής το ανακοίνωσαν οι μικροβιολόγοι, έκανε λες και της απονεμήθηκε κάποιο βραβείο για το ρεκόρ αυτό, σχεδόν χάρηκε από την τόσο μεγάλη επιρροή που είχε πάνω σε τόσους ανθρώπους κι ότι, εντάξει, στο τέλος όλα καλά θα πάνε, η επιστήμη εξάλλου κάνει θαύματα στις μέρες μας. Την έχουν έκτοτε μόνη σε λευκό θάλαμο και κανείς δεν την πλησιάζει, με το ζόρι και μόνο οι γιατροί κι οι νοσηλευτές με τις ειδικές στολές τους. Λένε ότι δε θα αντέξει και θα πεθάνει, χωρίς να μπορέσει να φιλήσει για τελευταία φορά τα εγγόνια της. Θα ‘χει να θυμάται για τελευταίο φιλί εκείνο που έδωσε στην εικόνα τη θαυματουργή. Δεύτε τελευταίον ασπασμόν. Αιωνία η μνήμη.

Οι νεκροί πλήθαιναν και τα καθημερινά κρούσματα φτιάχνανε καμπύλες, λες κι ήταν κύματα από μια θάλασσα φουρτουνιασμένη που δεν έλεγε να κοπάσει. Στους δρόμους δεν έβλεπες παρά μόνο στρατό κι ειδικευμένους που ψέκαζαν με μάνικες κάθε ίντσα αυτής της μολυσμένης γης. Που και που έτρεχαν κι εκείνοι οι τύποι με τα γυάλινα μάτια και τα κομμένα δάχτυλα, πουλώντας στα κρυφά μάσκες κι αντισηπτικά στην πενταπλάσια τιμή τους, μιας κι όλα αυτά ήταν πλέον είδη προς εξαφάνιση. Στις παιδικές χαρές οι κούνιες πήγαιναν πέρα δώθε από το σπρώξιμο τού αέρα και μόνο, ενώ στα μαγαζιά είχαν τα τραπεζοκαθίσματα σε ατέλειωτες ντάνες, λες κι ήταν στοιβαγμένα σώματα από θύματα κάποιας μεγάλης γενοκτονίας. Στα σπίτια μέσα διέκρινες χεράκια πίσω από τις κουρτίνες, καθώς γράφανε γράμματα με ανάσες πάνω στα τζάμια. Σ Ω Σ Τ Ε Μ Α Σ. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Τα νοσοκομεία πια έκαναν επιλογή για το ποιούς μπορούν να περιθάλψουν, όλοι εκείνοι οι σύγχρονοι εξαντλημένοι σούπερ ήρωες με τις λευκές στολές έγιναν Θεός στη θέση τού ανθρώπου. Οι τηλεοράσεις έδειχναν τον παγκόσμιο χάρτη με κόκκινα στρογγυλά λαμπάκια που αναβόσβηναν και μεγάλους τίτλους που έλεγαν ότι η επιστήμη έχασε την πίστη ή η πίστη την επιστήμη. Έξω από τις εκκλησιές δεν έβλεπες παρά μόνο μερικά ξυπόλυτα ζητιανάκια που δεν είχαν ούτε για ψωμί και δεν τους ένοιαζε ο θάνατος έτσι κι αλλιώς. Ένα από αυτά, έτσι όπως με είδε να σέρνομαι κάτω εξαντλημένος, με πλησίασε και με ρώτησε αν πονάω και θέλω βοήθεια. Δε φορούσε μάσκα, ούτε γάντια κι έκανε να με αγγίξει, ενώ σιγοψιθύριζε μερικές ακατανόητες φράσεις, σαν από προσευχή. Ασυναίσθητα έκανα να αποτραβηχτώ, μα εκείνο το αγόρι ατάραχο, πράο και με γαλήνιο βλέμμα με φίλησε αιθέρια στο μέτωπο. Τι κάνεις εκεί; Τρελάθηκες; Μη φοβάσαι, άνθρωπε.

Εγώ ειμί ο ιός τού Θεού.