Σοκαρισμένη Δημοκρατία

By

Σοκαρισμένοι, νικητές κι ηττημένοι


Επιχειρώντας κάποιος να καταγράψει όσο πιο αντικειμενικά γίνεται τα αποτελέσματα των εθνικών βουλευτικών εκλογών τής 21ης Μαΐου 2023, δεν μπορεί παρά να συμπεράνει ότι αυτά συνιστούν ένα «σοκ» ως προς την τελική δύναμη των κομμάτων. Το γεγονός αυτό ενισχύεται κι από το ότι, όπως διαπιστώνεται στην αρθρογραφία αλλά και στις αντιδράσεις στα ελληνικά και διεθνή μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ακόμα κι αυτοί οι ίδιοι οι νικητές δείχνουν «ξαφνιασμένοι» από την ευρύτητα αυτού τού τελικού αποτελέσματος.

Επιπλέον, για μια ακόμη φορά οι δημοσκοπήσεις έπεσαν έξω από τις προβλέψεις τους, αφού καμία εξ αυτών δεν διέγνωσε ότι η διαφορά μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ θα φτάσει στα επίπεδα του 20%. Μολονότι εντόπιζαν τη νίκη για τη ΝΔ, η προβλεπόμενη αυτή απόσταση δεν ξεπέρασε ποτέ τις 7 ποσοστιαίες μονάδες. Πολύ δε περισσότερο αποδεικνύεται ότι για τη δυναμική αυτή δεν είχε εικόνα ούτε η Κουμουνδούρου, αντιθέτως οι προεκλογικές δηλώσεις τού ΣΥΡΙΖΑ είχαν ύφος ενός κόμματος, που επρόκειτο να κάνει την ανατροπή, έστω κι αν επέμενε περισσότερο στον όρο «συγκυβέρνηση» παρά σε κυβέρνηση μονοκομματική κι αυτοδύναμη.

Εντούτοις, η πολιτική ιστορία τού νεότερου ελληνικού κράτους έχει πολλάκις επιβεβαιώσει ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα πολιτικά διπολική, ως προς το ποιες παρατάξεις διεκδικούν την εξουσία, από την εποχή ακόμα των Φιλικών και των Κοτζαμπάσηδων, μετέπειτα των Βασιλικών και των Βενιζελικών, έως και τις νεότερες δεκαετίες τού δικομματισμού μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Μαζί με αυτό το ανανεούμενο δίπολο, που επί της ουσίας συνιστά τη διαρκή μάχη μεταξύ συντηρητικών και προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων, το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα είναι πρωθυπουργοκεντρικό, που σημαίνει ότι όχι μόνο δεν ευδοκιμούν κυβερνήσεις συνεργασίας ανάμεσα σε διαφορετικά κόμματα αλλά αποδίδεται από τον λαό η πλήρης σύνοψη όλων των εξουσιών σε ένα και μόνο πρόσωπο, τον πρωθυπουργό∙ η μοναδική ιστορικά και πολύ ιδιαίτερη συγκυρία του 1989 επιβεβαιώνει τον απόλυτο κανόνα ως εξαίρεση.

Τα ως άνω στοιχεία επιχειρήθηκαν να ανατραπούν με το εκλογικό σύστημα τής απλής αναλογικής, που αποδείχθηκε ότι βρίσκεται παντελώς ενάντια στην πολιτική κουλτούρα των Ελλήνων ψηφοφόρων κι εν αντιθέσει με πολλές χώρες στην Ε.Ε., όπου οι κυβερνήσεις συνεργασίας θεωρούνται σχεδόν αυτονόητες. Ο συνδυασμός τού κυβερνητικά εναλλασσόμενου δίπολου, το πρωθυπουργοκεντρικό πολιτικό σύστημα κι η ανάγκη για «κυβερνητική σταθερότητα» έφεραν τη ΝΔ σε θρίαμβο, διότι πληρούσε ως πολιτικός φορέας όλα τα κριτήρια αναφορικά με αυτήν ακριβώς την «πρωταθληματική» κούρσα. Είναι επίσης γεγονός ότι το ελληνικό εκλογικό σώμα έχει ταλαιπωρηθεί από κρίσεις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές (πτώχευση, μνημόνια, κλειστές τράπεζες, δημοψήφισμα, πανδημία, ενεργειακή κρίση, πόλεμος στην Ουκρανία, ακρίβεια) κι επομένως έστω κι «αμυντικά» επιλέγει μονοκομματικές κυβερνήσεις διαρκείας, παρά εκ νέου αστάθεια κι επαναλαμβανόμενες εκλογές.

Σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί κι η «αφέλεια» εκ του ΣΥΡΙΖΑ ότι η απλή αναλογική θα επικρατήσει με προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας, μολονότι τα έτερα υποψήφια κόμματα απέρριπταν σε κάθε τόνο ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Έτσι η «προοδευτική ψήφος» μοιράστηκε σε περισσότερα κόμματα -ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, Μερα25, Πλεύση κλπ- με απώλειες 600.000 ψηφοφόρων για τον ΣΥΡΙΖΑ, κι όπως αυτοί εντοπίζονται στις αυξήσεις των ποσοστών, που έλαβαν τα ως άνω κόμματα, ενώ ένα μικρότερο ποσοστό ψηφοφόρων επέλεξαν τη ΝΔ αντί του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό άλλωστε η ΝΔ διατήρησε ακέραια την εκλογική της βάση, όπως αυτή είχε προκύψει στις εκλογές του 2019 (με μικρή έστω αύξηση σήμερα). Αξίζει βέβαια να ειπωθεί ότι αν οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούσαν το «παλιό» ΠΑΣΟΚ, τότε σήμερα το ΠΑΣΟΚ θα είχε περίπου 25% ως αποτέλεσμα, γεγονός όμως που δεν επαληθεύεται τελικά.

Η ρητορική εκ του ΣΥΡΙΖΑ περί «συνεργασιών» οδήγησε στην παγίωση τής ήττας του, αφού κατήλθε στις εκλογές με τον ρόλο του «αουτσάιντερ». Η αίσθηση αυτή επέφερε ταυτόχρονα αποσυσπείρωση προοδευτικών ψηφοφόρων, επειδή έλαβαν «σινιάλο» από την ίδια την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ότι η μάχη σώζεται μόνο κατόπιν συνεργασιών κι όχι αυτοδύναμα. Σε συνδυασμό με την ως άνω παντελή έλλειψη αίσθησης κομματικών συνεργασιών στην Ελλάδα, η ΝΔ επικράτησε εις βάρος όλων των άλλων πολιτικών δυνάμεων με χαοτική διαφορά, που όμοιά της δεν έχει υπάρξει ξανά, πλην της πολύ ιδιαίτερης περιόδου κυβερνήσεως Καραμανλή το 1974.

Στο εκλογικό αποτέλεσμα συνέβαλαν κι άλλοι παράγοντες, όπως λ.χ. η μη κάθοδος της Χ.Α., με συνέπεια η ψήφος «οργής» ή αλλιώς λεγόμενη «αντισυστημική» να κατακερματιστεί, χωρίς ουσιώδη εκπροσώπηση πια και δη σε σύγκριση με τις εκλογές του 2012 και του 2015. Ή αν το δει κανείς αντιστρόφως, οι συντηρητικές δυνάμεις συσπειρώθηκαν κατ΄ αποκλειστικότητα προς την επιλογή της ΝΔ, ενώ οι προοδευτικοί ψηφοφόροι ψήφισαν με «αντιπολιτευτικό» συναίσθημα για τους λόγους, που αναλύθηκαν παραπάνω. Οπωσδήποτε καθοριστικό ρόλο έπαιξε και το ίδιο το κυβερνητικό πρόγραμμα τού ΣΥΡΙΖΑ, διότι αυτό κατέληξε υπό τέτοιες συνθήκες επικοινωνιακά ως μια «ευχή» περισσότερο, παρά ως στυγνός πολιτικός πραγματισμός (sic). Όταν η ΝΔ ήταν με το «μαχαίρι στα δόντια», ο ΣΥΡΙΖΑ μοίραζε «παπαρούνες» κι ως γνωστόν η ισχύς σε τέτοια περίπτωση είναι ξεκάθαρα υπέρ των μαχαιριών, ιδίως στην πολιτική.

Μολονότι υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι έχουν ήδη κριθεί κατά πανομοιότυπο τρόπο οι εκλογές τής 25ης Ιουνίου 2023, εντούτοις δεν πρέπει να αγνοηθούν ορισμένα περαιτέρω στοιχεία, σύμφωνα πάλι με όσα έχει διδάξει η πολιτική ιστορία σε αυτόν τον τόπο. Στις διπλές εκλογές Μαΐου-Ιουνίου 2012, αν κι οι περιστάσεις τότε ήταν πολύ διαφορετικές, καταγράφηκαν μετακινήσεις ψηφοφόρων τόσο προς τη ΝΔ όσο και προς τον ΣΥΡΙΖΑ μέσα σε έναν μόλις μήνα (ΝΔ από 18,85% σε 29,66% – ΣΥΡΙΖΑ από 16,78% σε 26,89%). Το γεγονός ότι επικρατεί διάχυτη η «έκπληξη» για το εύρος μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγήσει πιθανότατα σε «διόρθωση» εκατέρωθεν και με δεδομένο ότι πια δε θα υπάρχει η «παιδική χαρά» της απλής αναλογικής κι άρα η ψήφος θα αποκτήσει εκ νέου πιο «σφιχτά» κριτήρια επιλογής.

Εν όψει μάλιστα του πολιτειακού κινδύνου να μείνει η Βουλή με συνταγματικά και κοινοβουλευτικά εντελώς άτονη αξιωματική αντιπολίτευση, κρίνεται αναμενόμενο πως το εκλογικό σώμα και με την ως άνω ιδιοσυγκρασία μετακινήσεων θα «μαζέψει» την τωρινή διαφορά, ίσως και με μια λογική «παρηγορητικής» ψήφου στον ΣΥΡΙΖΑ, αφού το τελικό αποτέλεσμα έχει ήδη κριθεί για τον πρώτο και νικητή.

Σε κάθε περίπτωση, κρίνεται επιβεβλημένο για τον Αλέξη Τσίπρα να διαβάσει εκ νέου το βιβλίο, που επαινούσε ο ίδιος πριν χρόνια, όταν συνειδητοποίησε για πρώτη τότε φορά ότι μπορεί να γίνει κι εκείνος πρωθυπουργός.

Το βιβλίο λεγόταν «Το Δόγμα του Σοκ».

Χαίρετε.