7 θανάσιμα ερωτήματα
By
Σκάσε κι απάντησε
Ποιος είναι τελικά πιο δυνατός σε αυτόν τον πλανήτη, σε αυτήν τη συνοικία; Γιατί να έχει η μάνα τού συμμαθητή ακριβότερα ρούχα από τη φαμίλια μου; Πως θα ηρεμήσω τον θυμό που νιώθω για όλα τα ευνοημένα μπάσταρδα τριγύρω; Το να μην κάνω τα μαθήματά μου και να την ψάχνω αλλιώς με κάνει τεμπέλη; Κι αν μια μέρα κλέψω το σπίτι σου για να πετύχω την ισότητα θα ‘ναι αμάρτημα; Αν γεμίσω το στόμα μου με όσα μου στερήσατε, θα με πείτε λαίμαργο; Μήπως αν μια μέρα πηδήξω με τα φιλαράκια μου καμιά από τις κόρες σας με τα μοδάτα κινητά θα ‘ναι μια πράξη για τιμωρία ή για επανάσταση; Αυτές κι άλλες τόσες απορίες βασάνιζαν το φλεγόμενο μυαλό μου από τότε που με θυμάμαι μικρό πολύ μέχρι και τώρα στην εφηβεία, μα ποτέ δε βρήκα πειστικές απαντήσεις, για να μην πω ότι δεν μπήκε κανείς καν στον κόπο να ακούσει έστω τις ερωτήσεις μου. Ο γέρος μου σκοτωνόταν όλη την ημέρα στη δουλειά και σπανίως τον έβλεπα. Ακόμα και στις σχολικές γιορτές ζήτημα είναι αν είχε έρθει στα τόσα χρόνια να με δει πέντε, έξι, το πολύ επτά φορές συνολικά, όσο κι αν μάταια έψαχνα να τον εντοπίσω μέσα στο κοινό, για να μου κάνει νόημα ότι ήρθε και να με χειροκροτήσει μαζί με τους άλλους τους μπαμπάδες. Και θυμάμαι ότι όσα μασκαρέματα με βάζανε οι δάσκαλοι να κάνω σε ρόλους γεμάτους αστεία χορατατζίδικα με υπονοούμενα που στο τέλος τελειώνανε πάντα με την ατάκα “καλοοοοό, ε;”, σπάνια κατάφερνα να συγκρατήσω τον κόμπο που ένιωθα στο στομάχι και το λαιμό για το ότι ο πατέρας δεν ήταν πάλι εκεί, για το ότι το σχολείο ήταν πλέον ένα καραγκιοζιλίκι και μισό, για το ότι κανείς υπέυθυνος καριόλης δε βρέθηκε να ασχοληθεί με όσα με πονάγανε, με όσα μου καίγανε την ψυχή, να με βάλει κάτω και να μου δώσει εξηγήσεις πατρικές σε όσα με προβλημάτιζαν. “Γουστάρεις;”.
Κι είναι πολύ χειρότερο να μη σου λένε τίποτα από το να σου πούνε κάτι έστω και ψεύτικο, μια εξήγηση που να μοιάζει με παραμυθάκι σε όσα σε απασχολούν. Με παρατούσαν με τις ώρες μπροστά από τις κονσόλες και τα ίντερνετ καφέ και τα τηλέφωνα με τις έξυπνες εφαρμογές που δεν μπορεί να εντοπίσει ούτε ο θεός ο ίδιος, μαλάκες μου. Εκείνες ειδικά που βρίσκαμε κι ανταλλάσαμε γυμνές φωτό από τα μαλακισμένα του Γυμνασίου και του Λυκείου ήταν μεγάλη απόλαυση, χρωστάς, κολλητέ, ξέρω, χάρη μεγάλη έκανες, ρε μάγκα, με το να μοιραστείς τα γυμνά βιζιά τής Ουρανίας, κάβλα από τα ουράνια, χαχα, οκ, θα ανεβάσω κι εγώ το βιντεάκι που μου έστειλε εκείνο το αγάμητο, η Ελίζα, την έβαλα τελείως στην πρίζα με τάχα ερωτικά λογάκια, ώσπου τα πέταξε όλα και στήθηκε για πάρτη μου να την κάνω κορνίζα, εκείνη τη μέρα που κάναμε κοπάνα κι αράξαμε στο μέσεντζερ σχεδόν μέχρι να βραδιάσει. Λυσσάξανε τελευταία όλες αυτές οι υστερικιές για να κατέβει το σάιτ, επειδή είδαν, λέει, τον άλλο να παζαρεύει μέχρι και γυμνές φωτό από την αδελφούλα του, σιγά, ρε ηλίθιες, η αδελφούλα του πρώτα έχει μοιράσει η ίδια την κωλάρα της σε τόσους, τώρα σας πήρε ο πόνος για να την προστατεύσετε; Είναι σαφές ότι τα ήθελε ο κώλος της, γιατί να φταίει πάλι για όλα ο μεγάλος αδελφός; Όλα αυτά ήταν απλά οι ωραίες μας στιγμές, που να πάρει, ανακαλύπταμε τη ζωή, ποια ενδιαφέροντα κι ανθρώπινη επαφή, σημασία είχε να συνεννοήθουμε χωρίς πολλά-πολλά και να χαβαλεδιάζω την ώρα που σε σκίζω. Ξέρεις, μερικοί από εμάς σε αυτόν τον κόσμο πηδάμε μαζί με σένα τον κόσμο όλο, είναι μια απάντηση σε όλα όσα δεν μας απαντήσατε, ναι, εμείς βάζουμε τις ερωτήσεις, εμείς και τις λύσεις σε κάθε αίνιγμα, άρα είναι τιμή σου να σε βάλω κάτω, θες δεν θες. “Γιατί σταμάτησες να ρουφάς;”.
Στην κοσμάρα τους όλοι, γονείς, σόγια, μα πάνω απ’ όλα οι καθηγητές τού κώλου, εδώ δε βρήκαν ούτε μισή ώρα από τα βαρετά μαθήματά τους να μας πουν τι είναι η καπότα, ρε φίλε, μετά θες να ξέρω τι είναι η περίοδος, η συναίνεση, η γενετήσια αξιοπρέπεια κι όλα αυτά που κάθεστε και φωνάζετε τελευταία στις γαμημένες σας ειδήσεις; Τη δουλίτσα τους, ρε μάγκα, να πέσει ο μισθός, κι άντε γεια με το πού χτυπήσει το κουδούνι. Καμία έγνοια δεν είχαν για το αν θα κάνω καμιά μαλακία αύριο, μεθαύριο, την ώρα εκείνη, που ανυπομονούσα να τελειώσει το σιχαμένο επτάωρο, κι ύστερα θα ψάχνανε πάλι τον γέρο μου που είναι πάντα εξαφανισμένος για να μη μας λείψει τίποτα από την πολλή την έλλειψη. Ξέρανε μόνο να μας μαθαίνουν να παπαγαλίζουμε σελίδες ατελείωτες, χωρίς να καταλαβαίνουμε Χριστό από όσα λέμε, ούτε να τα γράφω δεν ήξερα, ρε πούστη μου, κι ας φαινόταν ότι έλεγα καλά το μάθημά μου. Είναι στιγμές που νιώθω πλήρως κενός, ότι δεν πήρα τίποτε από την τιποτένια την εκπαίδευση, μια πουτάνα ήταν κι αυτή που με ξεζούμισε, χωρίς να μου ανταποδώσει τίποτα, κανένα μου ερώτημα δε βρήκε απόκριση εκεί μέσα, ένας δάσκαλος δε βρέθηκε να μπει στη θέση τού πατέρα μου, να με πάρει αγκαλιά, να με καθοδηγήσει, να με ακούσει, γαμώ το στανιό μου, να μου πει στα ίσια ποιο το λάθος και ποιο το σωστό, να με παρηγορήσει και να μου πει δυο λόγια σταράτα, αληθινά, ανάμεσα σε άντρες, όχι βγαλμένα από sos κι υποσημειώσεις, ρε. Μετά απορείτε για το ότι βρήκα μόνος μου το δίκαιο και το άδικο αυτού αυτού του προαυλίου, αυτής της βρωμιάρας σχολικής αίθουσας, τι περιμένατε δηλαδή να γίνω ένας βαρετός, πολύχρωμος παπαγάλος που λέει συνεχώς το ίδιο βολικό σας ποίημα, όπως όλοι σας; “Έχεις ξαναδεί τέτοιο μεγάλο πουλάκι;”.
Σας πήρε ο πόνος στις πρόστυχες τηλεοράσεις για τα παιδιά που χάνονται και τις οικογένειες που καταστρέφονται και τους γονείς που δεν πέρασαν τα σωστά μηνύματα στα βλαστάρια τους, σιχαμένοι υποκριτές με μικρόφωνα και κάμερες. Εσείς δεν ήσασταν τις προάλλες που χασκογελάγατε με εκείνον που πήγε κι άδειασε όλο του το σπέρμα πάνω στο σβέρκο μιας γλάστρας στο πανεπιστήμιο; Προχτές το βράδι δεν δείχνατε τη συναυλία εκείνου του φαλακρού κωλόγερου με τα μούσια τα άσπρα που έριχνε σφαλιάρες στη στημένη κωλάρα για να πει κι ένα τραγούδι; Πριν λίγους μήνες δεν κάνατε ρεπορτάζ για τη φοιτήτρια που ντυνόταν προκλητικά και πήγαινε γυρεύοντας κι ότι κι ο άλλος που την ξεπάτωσε άνθρωπος ήταν κι αναστατώθηκαν οι φυσιολογικές ορμές του; Τόσοι και τόσοι καλεσμένοι στις άθλιες εκπομπές σας δεν έχουν πει ότι η γυναίκα είναι για την κουζίνα κι ότι πρέπει να προσέχει τι φοράει και πως μιλάει κι ότι το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο; Εσείς, ρε γελοίοι, δε βάζετε κάθε δεύτερη ημέρα στην καλύτερη ώρα τηλεθέασης εκείνον τον τύπο που ακόμα λέει τα ανέκδοτα με τις ξανθές γκόμενες που τα πίνουν και ρεύονται στο ασανσέρ; Και τώρα βγαίνετε κι απορείτε, πουλημένα τομάρια, για το ποια κοινωνία φτιάξατε και βγάζετε στον αέρα όλες μας τις κρυφές μας ερωτήσεις και τηλεφωνικές μας κλήσεις που έμειναν αναπάντητες. Έλα, μαλάκα, στέλνω μήνυμα, δεν έχω κάρτα, κανονίζουμε φάση καλή αύριο, ψήσε και τους άλλους έξι, ναι θα είμαστε επτά γιατί έχει ψαγμένο νόημα, θα στα πω από κοντά, είναι αποστολή σοβαρή αυτή τη φορά, πρέπει να γίνει πανικός και να πάρουμε το αίμα μας πίσω, οκ, θα σε περιμένω στο παλιό ιδιωτικό, το μεσημέρι μετά το αποκαλυπτικό δελτίο ειδήσεων, ναι, πριν σκοτεινιάσει για να τα δούμε όλα. “Δεν βλέπεις πόσο έχω καβλώσει;”
Είχαμε πήξει και με την πανδημία, όλο μέσα, μέσα, έπρεπε με κάποιο τρόπο να ξεσπάσουμε, να μπούμε στ’ αλήθεια μέσα σε εκείνο το απίθανο μουνάκι που είχαμε τόσο πεθυμήσει με όλη αυτή την κλεισούρα, άντρες είμαστε, έπρεπε να ξεδώσουμε το συντομότερο. Ευτυχώς βρήκαμε εκείνο το εγκαταλελειμμένο σχολείο, εξάλλου και τα κανονικά σχολεία την ίδια εγκατάλειψη έχουν, άρα ταίριαζε τέλεια στο σχέδιο που είχαμε φαντασιωθεί. Θα βρισκόμασταν όλοι εκεί τάχα τυχαία και θα εμφανιζόταν εκείνη κάπως αιφνιδιασμένη αλλά γεμάτη αγωνία για να μας απολαύσει όλους μας, όπως της άξιζε. Είχε δώσει δείγματα άλλωστε ότι ψαχνόταν για να κάνει ένα ρεκόρ αξέχαστο και να το τρίβει στη μούρη από τις μυξοπαρθένες φίλες της. Εμείς να της δώσουμε χεράκι βοηθείας θέλαμε. Στείλαμε κι οι επτά μήνυμα με κωδικό 6 και σπάσαμε έτσι κάθε αστεία απαγόρευση κυκλοφορίας, φτάνοντας στο κατάλληλο σημείο την πιο κατάλληλη στιγμή. Και μόνο που την είδαμε να βρίσκεται ήδη εκεί, τάχα αμέριμνη κι ανήξερη, ήταν από μόνο του ερεθιστικό. Με τον σουγιά ανοιχτό κάναμε νόημα να μας ακολουθήσει. Κλείσαμε τις πόρτες και κατεβάσαμε τα παντελόνια γύρω της και μπροστά της. Έκανε ότι και καλά φοβάται και δε θέλει αλλά όταν το μαχαίρι δρόσισε τα κωλομάγουλά της κατάλαβε ότι δεν υπάρχει επιστροφή. Την πήραμε όλοι, ένας-ένας κι οι επτά μαζί. Σε κάθε γαμήσι ήταν λες κι αντιχούσε και μια ερώτηση που δεν απαντήθηκε όλα αυτά τα χρόνια. Τη γεμίσαμε με τους οργασμούς μας που σχημάτιζαν πάνω στην αγχωμένη της σάρκα σχήματα από ερωτηματικά. Κι όταν έκανε να κλάψει, τότε ήταν που βάζαμε την ηδονή μας σαν πέτρα στο μπουκωμένο της στόμα. Τότε ήταν που με τη μεγαλύτερη φωνή μας, εκείνη τη στιγμή ακριβώς που τη βρέχαμε με κάθε τελευταία σταγόνα επιβολής, ουρλιάζαμε και της ζητήσαμε να μας πει αν είμαστε τελικά οι πιο δυνατοί, οι πιο αδικημένοι, οι πιο πλούσιοι, οι πιο ζηλευτοί, οι πιο εξοργισμένοι, οι πιο πεινασμένοι, οι πιο πειστικοί γαμιάδες σε τούτη τη γη τη γαμημένη;
Θέλει κι ερώτημα;
Πολύ δυνατό! Εξοργηστικό και αληθινό…
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Ευχαριστώ θερμά, Νατάσα!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!