Αίμα και Ζάκρυα

By

zachie

Η φωτογραφία ανήκει στην Άρτεμη Φις

Από την πρώτη στιγμή που θυμάμαι να έχω αναμνήσεις από τούτο τον παράξενο πλανήτη, είχα την αίσθηση ότι έπασχα από κάποια ανεξήγητη ασθένεια. Ήμουν ευαίσθητος κι εύθραυστος μαζί, λύγιζα κι έπεφτα με το παραμικρό, γι’ αυτό και τις περισσότερες φορές με βρίσκανε οι φίλοι μου να κυλιέμαι τραυματισμένος. Έτρεχα, σκαρφάλωνα, πηδούσα από ψηλά, έπεφτα, κατρακυλούσα, μάτωνα και σηκωνόμουνα πάλι έτσι, προσπαθώντας να ξεφύγω, καθώς σερνόμουν αιμόφυρτος σε αγκώνες και γόνατα. Ακόμα και τώρα, αν ψάξετε στο σώμα και την ψυχή μου, θα βρείτε χαρακιές και σημάδια ένα σωρό από τότε που ήμουν παιδάκι μικρό. Ήταν ίσως γιατί μου άρεσε να ζορίζω την πάρτη μου, να τσεκάρω τα όριά μου, λες και μια βαθύτερη, εσωτερική δύναμη με ωθούσε στο να σκαλίσω το ποιός είμαι, πέρα από τα συνηθισμένα. Γι’ αυτό και προτιμούσα να κάθομαι στο κρύο κι ας με κυνήγαγε ο πατέρας μου, φωνάζοντάς μου ότι θα πουντιάσω, γι’ αυτό και ήθελα να πειραματίζομαι με τα ρούχα και τα παπούτσια που φόραγε η μάνα μου, περπατώντας με τακούνια και να σπάω τους αστραγάλους μου, λες κι είχα μια τάση προς την αυτοκαταστροφή, γι’ αυτό και πολλοί από το σόι μου δεν ήθελαν να κάνω παρέα με τα παιδιά τους, είχαν καταλάβει ότι είμαι πλάσμα αλλιώτικο και πάντα υπάρχει φόβος και καχυποψία απέναντι στο διαφορετικό και το ανεξήγητο, είναι πιο ασφαλής η ρουτινιάρικη πορεία των ανθρώπων και των πραγμάτων, χίλιες φορές να δώσεις στους ανθρώπους ατέλειωτες, μονότονες, ευθείες διαδρομές, παρά στροφές και διασταυρώσεις και μονοπάτια που οδηγούν στο άγνωστο, με βάρκα την ελπίδα, που τελικά στο τέλος πεθαίνει πρώτη κι όχι τελευταία.

Καμιά ελπίδα δεν υπήρχε έτσι κι αλλιώς με την παιδική μου ανατροφή κι έχω να θυμάμαι μεγάλα μπερδέματα, τόσο από τους γονείς μου όσο κι από τους τριγύρω γονείς. Πως κάθεσαι και κάνεις έτσι τα μαλλιά σου, πήγαινε κουρέψου, παίξε με τα όπλα και τα στρατιωτάκια σου, τι δουλειά έχεις εσύ με τις κοριτσίστικες τις κούκλες, μην κλαψουρίζεις συνέχεια, οι άντρες δεν κλαίνε, σήκω πάνω, τελείωνε, πρέπει να είσαι δυνατός, εκεί έξω η κοινωνία είναι γεμάτη λύκους, μην καταλήξεις να συμπεριφέρεσαι σαν καμιά γυναικούλα φοβισμένη, μα τι μανία είναι αυτή που έχεις με το ροζ το χρώμα, τα αγοράκια έχουν αγαπημένο το μπλε, μάθε να ντύνεσαι όπως πρέπει και ανάλογα με την περίσταση, να μεγαλώσεις, να σπουδάσεις, να βγάλεις χρήματα, να μπορέσεις να βρεις μια καλή κι άξια κοπέλα, να κάνεις οικογένεια, τι στο διάολο σε έχει πιάσει με την επανάσταση και με τα δικαιώματα, που έμαθες εσύ, αμούστακο αγόρι, για αγώνες και κατακτήσεις, κοίτα γιατί εμένα τη ρετσινιά τού πούστη στην οικογένεια δεν πρόκειται να μου την κολλήσει κανείς, έχω μέτωπο που γυαλίζει εγώ, θέλω η κοινωνία όλη να φτύνει πρώτα το στόμα της πριν μιλήσει για εμένα, μήπως να σε πάμε σε κανένα γιατρό, ξέρεις υπάρχουν ειδικά φάρμακα κι εξειδικευμένες θεραπείες για τέτοιες παρεκκλίσεις, μην κλαις και μη γέρνεις στον ώμο μου, έλα, ξέχασέ τα όλα αυτά, παιδάκι μου, να συμφωνήσουμε ότι θα κάνεις από εδώ και πέρα το σωστό, έλα και μεθαύριο έρχεται ο θείος σου ο δεσπότης στο σπίτι, μην έχουμε ρεζιλίκια, να φερθείς σωστά, να μάθεις και καμιά προσευχή να λες, που ξέρεις μπορεί κι αυτό να σε βοηθήσει να μπεις πάλι στο δρόμο του Θεού, διάολε!

Μετέπειτα, στο σχολείο η κατάσταση έγινε πράγματι διαολεμένη. Τα κυνηγητά και τα ξεφωνητά ήταν σε καθημερινή βάση, με αποτέλεσμα να έχει γίνει πια η καθημερινότητά μου ένα μόνιμο τρεχαλητό για επιβίωση. Σε κάποια φάση ενός τέτοιου κυνηγητού, βρέθηκα ξαπλωμένος στο γρασίδι, κοιτώντας προς τον ουρανό και τότε συνειδητοποίησα ότι έχω και προβλήματα όρασης, ότι ξαφνικά τα έβλεπα όλα πολύχρωμα, λες κι είχα αντί για μάτια, ένα μόνιμο ουράνιο τόξο μέσα στο κεφάλι μου. Αυτό στην αρχή ήταν πολύ έντονη ανακάλυψη, θυμάμαι τον εαυτό μου να κλαίει κρυφά και με τις ώρες κάτω από τα μαξιλάρια, έχοντας την αίσθηση ενός αρρώστου που δεν ξέρει από τι ακριβώς πάσχει αλλά που πάντως δεν μπορεί να θεωρηθεί φυσιολογικός. Κάπως έτσι, αφού εκμυστηρεύτηκα το ελάττωμά μου σε κάνα δυο επιστήθιους φίλους μου, διαπίστωσα σταδιακά ότι υπάρχουν κι άλλοι τέτοιοι ελαττωματικοί σαν εμένα, άνθρωποι δηλαδή που έβλεπαν τους άλλους ανθρώπους όχι με βάση το φύλο, την καταγωγή, το δέρμα, την εμφάνισή τους αλλά σύμφωνα με τα χρώματα που εξέπεμπαν. Τότε το εφιαλτικό πρώτο συναίσθημα μετεξελίχθηκε σε σκίρτημα και ανάγκη για να μπλέξω τα δικά μου χρώματα με τα χρώματα των άλλων αλλόκοτων σαν εμένα υπάρξεων και να γίνουμε όλοι μαζί μια ομάδα που θα μοιράζεται την ιδιαιτερότητά της, ναι, σαν εκείνα τα αμερικάνικα γκρουπ αλληλοϋποστήριξης, με τους αλκοολικούς, τους παχύσαρκους, τους εξαρτημένους, που αγκαλιάζονται ο ένας με τον άλλο και χαϊδεύουν τα κεφάλια τους και σκουπίζουν τα δάκρυα ο ένας από τα μάγουλα του άλλου, μέχρι να φύγει κάθε πόνος, μέχρι να στεγνώσει κάθε τελευταίο δάκρυ σε κάθε τελευταίο μάγουλο.

Αίμα, δάκρυα κι ιδρώτας. Τα ανακάτεψα όλα αυτά με το που πάτησα πιο σίγουρα στα αποτριχωμένα μου πόδια κι έκανα αυτό που μου γουστάρει. Κι εντάξει δεν πήρα πάντα τις απαραίτητες προφυλάξεις, από παιδάκι έτσι ήμουν άλλωστε, τα είπαμε. Μέχρι και το όνομά μου άλλαξα από ανδρικό σε γυναικείο και τους έγραψα όλους στο μουνί που δεν είχα και πάλι διαδίδανε ότι ψωνίστηκα και ότι ψώνιζα γκόμενους σε εκείνα τα αχαλίνωτα, τα αξημέρωτα τα πάρτι και ότι έπινα ένα σωρό ουσίες για να ξεχνάω τα κουσούρια μου, ότι έκανα μαστουρωμένος ντου σε μαγαζιά για να κλέβω και να εξασφαλίζω τη δόση μου, ότι την είχα δει περσόνα ενός κινήματος με σήμα το ουράνιο τόξο και ότι είχα καβαλήσει πέη και το καλάμι ταυτόχρονα, ότι είχα μπασταρδέψει μέχρι και την τέχνη την ίδια με εκείνες τις γελοίες παραστάσεις που είχαν μέσα τους όλα τα μπάσταρδα πλάσματα αυτού του τόπου, ότι όλο αυτό που μου συνέβαινε ήταν πλέον όντως κάτι άρρωστο και μεταδοτικό, ότι γι’ αυτό κιόλας νόσησε το ανοσοποιητικό μου σύστημα, αλλά εγώ μέχρι και γι’ αυτό πανηγύριζα, ένας υπερήφανος οροθετικός θετικός άνθρωπος, ρε μαλάκες, γιατί μάς είχατε για πεθαμένους πριν την ώρα μας, για μολυσμένους, για υπανθρώπους, για φορείς που τιμωρήθηκαν από τον Θεό τον ίδιο, γιατί πήραμε όχι την ευθεία διαδρομή αλλά το άγνωστο το μονοπάτι, γιατί δεν γίνεται να βλέπεις άλλα χρώματα από αυτά που μπορεί η γκλάβα σου να δει, γιατί ερωτευτήκαμε δίχως αύριο και όλα αυτά τα ονομάσαμε ζωή και αυτοπροσδιορισμό, είναι επιλογή να ντυθώ, να γδυθώ, να πηδηχτώ, να πέσω κάτω και να καταστραφώ, να πεθάνω και να ξαναγεννηθώ.

Έβηχα με το παραμικρό τελευταία λες κι αργοπέθαινα. Είχα εντονότερα από ποτέ την ανάγκη για να αποδράσω. Είχε αγριέψει τόσο πολύ η ζωή στην πόλη. Τα βλέμματα ήταν σκοτεινά και δεν ήξερα αν με περίμενε κάποιος στην επόμενη γωνία. Τις περισσότερες ώρες χανόμουν μέσα στα στενά κι αν με έβλεπε κανείς εξ αποστάσεως θα με περνούσε σίγουρα για κλεφτρόνι που ψάχνει να κρυφτεί. Κι άρχισα πάλι να κάνω την αγαπημένη μου συνήθεια, να τρέχω, να τρέχω, ώσπου με όλα αυτά, καβγάδες, υποκρισία, στερεότυπα, βία, φωνές, μαζί με τη γαμημένη μου αρρώστια, κάπου ένιωσα ότι κουράστηκα και θέλησα να ξαποστάσω, να πάρω μια γεμάτη, ανακουφιστική ανάσα. Και μπήκα σε εκείνο το κατάστημα ενός φαινομενικά χρυσού ανθρώπου, να, για δυο μόνο λεπτά, να σιγουρευτώ ότι ο κίνδυνος από τις σκιές που με κυνηγούσαν είχε περάσει. Και τότε αυτοεγκλωβίστηκα για πρώτη μου φορά. Πίστεψα ότι θα κάνω το ίδιο κόλπο και θα πιάσει, να πέσω πάνω στα γυαλιά και να επιζήσω πάλι, όσο μολυσμένο αίμα κι αν χάσω. Κι άπλωσα τα ματωμένα μου χέρια στους ανθρώπους. Και πίστεψα ότι ήρθαν να με σώσουν. Γυαλιά, καρφιά, γροθιές, κλωτσιές, φωνές, κραυγές ανακατεύτηκαν μέσα στο ταλαιπωρημένο το μυαλό μου, έτσι όπως με έσερναν και με έσκιζαν όλα ολοένα. Κι ήρθαν κι άλλοι άνθρωποι, με στολές κι όπλα, άνθρωποι που βοηθάνε τον πολίτη. Και με έσυραν κι αυτοί. Με παρέσυραν. Μου πατούσανε το στόμα τη στιγμή που εκλιπαρούσα ψιθυριστά για βοήθεια. Κι έτσι όπως με ξάπλωσαν μπρούμυτα, είδα πιο έντονα από ποτέ εκείνα τα χρώματα από το ουράνιο τόξο. Κι άφησα την τελευταία μου χρωματιστή ανάσα που λες κι έφτιαξε μια φράση πάνω στο θρυμματισμένο πεζοδρόμιο.

«Νοικοκυραίοι, γουρούνια, δολοφόνοι»