Δαιμόνιος Ρεπόρτερ

By

38207407_10155526770035736_4425690612838170624_n

Κόρακας κοράκου

Άσε με να περάσω, ρε καραγκιοζάκο. Περνάς στ’ αλήθεια τον εαυτό σου για τόσο έξυπνο, ώστε να νομίζεις ότι μπορείς να με εμποδίσεις και να μη γίνει τελικά αυτό που έχω εγώ στο δαιμόνιο μυαλό μου; Και, στην τελική, αυτή ακριβώς η αλήθεια είναι κάτι που διαμορφώνεται πρώτα από τα δικά μου χέρια και μολύβια. Την ανεβάζω και την κατεβάζω όσες φορές θέλω, ρε μαλάκα, την αλήθεια σου. Τη δικιά σου, των αλλωνών εδώ μέσα, της μάνας σου και κάθε κερατά που έχει την ψευδαίσθηση ότι ξέρει τι είναι στ’ αλήθεια αληθινό, αληθοφανές, ψεύτικο ή ψευδεπίγραφο. Έχω τον τρόπο να σου παρουσιάσω εδώ και τώρα κάτι ως τρισκατάρατο και φοβερό και τρομερό και σε λίγα μέσα διαολεμένα δευτερόλεπτα να το αποθεώσω όπως το Ιερό Ευαγγέλιο που προσκυνάς από τότε που γεννήθηκες και που αποδέχεσαι με κλειστά σχεδόν μάτια και με πάντα έτοιμη τη γνωστή μπαρούφα που λέει «πίστευε και μη ερεύνα». Στην περίπτωσή μου βέβαια πάει κάπως αντίστροφα, δηλαδή η έρευνά μου είναι εκείνη πρώτα που θα καθορίσει την πίστη όλων σας κι ανάλογα με το τι θα καταγράψω εγώ ως υπαρκτό ή ανυπόστατο, θα χτίζεις κι εσύ μέσα σου το Θεό ή το Διάβολο που κουβαλάς. Την προσευχούλα που λες πριν κοιμηθείς και κυρίως όταν σε πνίγει η μίζερη, αγχωτική ζωούλα σου, εγώ την έχω συνθέσει, λέξη προς λέξη, ανθρωπάκο. Είναι φτιαγμένη από τους μεγάλους, τρανούς τίτλους στα ρεπορτάζ που εγώ έστησα, στις ειδήσεις που εγώ διέδωσα, στις πληροφορίες που εγώ κάρφωσα σαν καρφιά μέσα στον εγκέφαλό σου. Ναι, ρε, αφού έτσι κι αλλιώς γούσταρες το μαρτύριο της σταύρωσης, γιατί τώρα να γίνει αλλιώς κι άρον άρον; Άρον άρον, σταύρωσον αυτόν.

Κάνε πιο πέρα, σού λέω. Άλλες τόσες φορές μπορώ να βρω τον τρόπο να τρυπώσω εδώ μέσα, χωρίς να πάρει κανείς σας την παραμικρή μυρωδιά, μυρωδιάδες. Μπορώ να δημοσιεύσω σε ανύποπτο χρόνο εικόνες που είχες την ακλόνητη πεποίθηση ότι τις είχε απαθανατίσει μονάχα το μικρό σου μυαλουδάκι, ότι δεν γίνεται, δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν να βλέπεις κρεμασμένα στα περίπτερα την άλλη μέρα το πρωί όλα όσα είχες αντικρίσει εσύ μονάχα και να διαβάζεις λέξεις από διαλόγους κι από συζητήσεις που τις ένιωθες μέσα σου ως επτασφράγιστα μυστικά. Κι ακόμα ξύνεις το κούφιο σου κεφάλι κι απορείς πως κατάφερε κάποιος να εισβάλει μέσα σε εκείνο το δωμάτιο, χωρίς καν ίχνη από την παραμικρή παραβίαση, όταν σε είχαν διαβεβαιώσει ότι μόνο εσύ είχες τα κλειδιά από εκείνη την κόλαση, ναι, ξέρω πως αισθάνεσαι, αναρωτιέσαι ολοένα και για τον ίδιο σου τον εαυτό, κοιτιέσαι τελευταία στον καθρέφτη μήπως και δεν πάει κάτι καλά με τη μνήμη σου, με το αν σε ελέγχει το συνειδητό κι υποσυνείδητό σου, αν σταδιακά άλλες, ανεξήγητες δυνάμεις κυκλοφορούν τριγύρω κι επιβάλλονται κι αν η κατάσταση έχει αρχίσει να ξεφεύγει από τα χέρια των απλών θνητών, ναι, σε προβλημάτισε τις προάλλες μέχρι και το αν παίζει ρόλο η αθεΐα ενός πρωθυπουργού για τα όσα συμβαίνουν γύρω μας, αν τούτη η δύσμοιρη γη που την πατούμε και μέσα θε να μπούμε έχει γεμίσει με τα άνθη τού κακού κι αν η ώρα της κρίσης τελικά δεν είναι και τόσο μακριά και μήπως όλο αυτό που βιώνουμε είναι η προειδοποίηση για την επερχόμενη δεύτερη παρουσία του Κυρίου. Άπαντες απόντες.

Στην άκρη λέμε, ρε απεγνωσμένε. Είναι παιχνιδάκι για μένα να περάσω αν χρειαστεί και πάνω από ίδιο σου το πτώμα. Έχεις την εντύπωση ότι τα ’χεις δει όλα στη μικρή σου τη ζωή αλλά, πίστεψέ με, δεν έχεις την παραμικρή ιδέα για τον τρόμο και τη φρίκη και το θάνατο και όλα όσα έχουν αντικρίσει οι κάμερες ενός ρεπόρτερ. Τα βγαλμένα μάτια, τα διαμελισμένα χείλη, τα παγωμένα χαμόγελα στα μάγουλα, τα μαχαιρωμένα στέρνα, εκεί λίγο πιο κάτω από τους τελευταίους χτύπους μιας ραγισμένης καρδιάς. Κι όσα βλέπω εγώ καταγράφονται μια για πάντα, δειλέ υπαλληλάκο, πάει και τελείωσε, είναι σε βίντεο, σε πλάνα εναλλασσόμενα, αμοντάριστα, μέσα σε αρχεία σκληρών δίσκων, κινητών τηλεφώνων, κρυφών συστημάτων παρακολούθησης που μπορεί να τα έχω χώσει οπουδήποτε, σε σημεία που δεν μπορείς καν να διανοηθείς, σε τασάκια, πίσω από το ιδρωμένο τιμόνι σου, μέσα στον οισοφάγο σου την ώρα που κοιμάσαι κι αναστατωμένα ξυπνάς και πας να πιεις λίγο νερό να ξεδιψάσεις γιατί απόψε όλο εφιάλτες βλέπεις με καμένα σώματα και νιώθεις παντού ψυχοσωματικές ενοχλήσεις και κάπως σε ταλαιπωρεί κι αυτός ο λαιμός σου, όλο βήχεις, βήχεις και κρατάς την καρωτίδα σου τόσο σφιχτά, λες και σου κάνανε μάγια κι ανάσα δεν μπορείς να βγάλεις, κιχ, ρε μαλάκα, τσιμουδιά, που νόμιζες ότι επειδή έχεις στόμα θα έχεις και άποψη. Τι θαρρείς πως είναι, ρε, η άποψη, η γνώμη η δικιά σου, η κοινή γνώμη, ένα πτώμα είναι που όποτε θέλω το ζωντανεύω, αν γουστάρω το φωτογραφίζω και το κάνω πρώτο θέμα, μακελειό μπορώ να κάνω και δε μου καίγεται καρφί για κανενός τη γνώμη, εγώ είμαι η γνώμη, η πραγματικότητα, ο νεκρός κι ο ζωντανός, όλα εγώ είμαι, ρε ψεκασμένε. Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε.

Ξεκουμπίσου λέμε, ρε εξαφανισμένε. Για δείτε, ρε, εδώ έναν τύπο που περνιέται για σπουδαίος. Επειδή σου φορέσανε μια στολή και σου καρφιτσώσανε και μια περισπούδαστη ιδιότητα, θεωρείς ότι κάνεις εσύ κουμάντο εδώ μέσα; Νομίζεις ότι κι εγώ δεν μπορώ να σου εμφανιστώ με οποιαδήποτε στολή, για να μην πάρεις χαμπάρι για το αν είμαι όντως αυτός που παρουσιάζεται μπροστά σου; Ξέρεις πόσες φορές χρειάστηκε να ντυθώ γυναίκα, να φορτωθώ βυζιά και να τριφτώ σε μεγαλοπαράγοντες που γουστάρανε βίτσια αλλιώτικα, σε πόσους έβαλα βαθιά το χέρι μέσα στο παντελόνι τους μόνο και μόνο για να τους έχω μετά στο χέρι και να τους ξεσκίσω το σπίτι, μέχρι να γίνει αυτό που καβλώνει εμένα; Δεν υπάρχουν πια όρια, αν είσαι ανθρωπάκι στενόμυαλο κι ηθικό σαν εσένα, σ’ έχουν προσπεράσει προ πολλού και τρως τη σκόνη τους, έτσι κατάφερα κι έκανα και την προχτεσινή επιτυχία με εκείνη την αγανακτισμένη επιστολή εκείνης της χαροκαμένης μάνας που της κάηκε η ζωή όλη, στ’ αλήθεια δεν έχω πετύχει ξανά τέτοιο ρόλο σε γραπτό λόγο, ναι, πρέπει να μπορείς να μασκαρεύεσαι ακόμα κι αν δεν βλέπει ο άλλος τα χαρακτηριστικά σου, να περιγράφεις γεγονότα που δε βίωσες ποτέ εσύ αλλά τα έχει ζήσει άλλος, να υπογράφεις ανυπόγραφα και με συντομογραφίες και να προκαλείς πανικό αναρτήσεων, πωλήσεων, αγωγών και μηνύσεων, να κάνεις μια πράγματι πετυχημένη δημοσιογραφική έρευνα, ασχέτως αν όλα αυτά που διαδίδεις δεν έχουν καμιά σχέση με την πληροφόρηση, ποιος ασχολείται με τέτοιες σαχλαμάρες πια, εδώ το στοίχημα είναι τέτοιος μπάσταρδος που είσαι, έτσι μπασταρδεμένα να είναι κι οι αποκλειστικότητές σου, τραβεστί ειδήσεις, γυναίκα γράφει, άνδρας διαδίδει, γυναικόπαιδα καίγονται για μια έστω αποκάλυψή σου. Αποκάλυψη τώρα.

Εντάξει, μείνε αν θες να κοιτάς. Κοίτα να μαθαίνεις πως γίνεται η τέχνη πράξη, πως ακόμα και στην τελευταία ίντσα των θυμάτων κρύβονται ατελείωτες ευκαιρίες για προσωπική ανάδειξη, για ηδονική ματαιοδοξία, για έκρηξη γνώσης που ξεπερνά τον οποιοδήποτε γαμημένο ηθικό φραγμό, που γεννά χιλιάδες αδιανόητα συναισθήματα που στο τέλος ίσως και να νικούν το θάνατο. Αυτό δεν λες τόσα χρόνια άλλωστε; Ανάσταση νεκρών και τα τοιαύτα, ε, ήρθε η στιγμή να μας δείξεις εμπράκτως πόσο καλός χριστιανός είσαι, να δοκιμάσεις την πίστη σου σε αληθινές συνθήκες, όπως ο ανταποκριτής μέσα στη δίνη ενός πολέμου. Γιατί πάνω σε τούτα τα παγωμένα, ασημί τραπέζια δεν είναι ξαπλωμένα απλά μερικά ακόμα πτώματα που έλαχε εσύ να εξετάσεις και να συντάξεις δεκάδες πανομοιότυπα πορίσματα για τις αιτίες των θανάτων τους. Τούτα εδώ όλα τ’ άψυχα κορμιά είναι για εμάς λάφυρα ενός πολέμου ακήρυχτου που πρέπει να αναδειξει τις απώλειες, τους στόχους και τα επόμενα βήματα στο πεδίο της μάχης των γεγονότων κάθε μέρα στα δελτία φόβου των 8. Κι επειδή ακριβώς έχω αναπτύξει εντελώς νέες, ανεξερεύνητες, υπέρτερες αισθήσεις, μπορώ πια και διαισθάνομαι ότι μέσα σε τούτα τα διαλυμένα οστά, στο μεδούλι των αδικοχαμένων κρύβονται βαθύτερες αλήθειες, ανεξερεύνητα μυστικά για όσα συνέβησαν, στιγμιότυπα που έχουν απομείνει χαραγμένα πάνω στην ψυχή τους από εκείνη ακριβώς τη στιγμή που αφήνανε βιαίως την τελευταία τους ανάσα, δεν ξέρεις εσύ από αυτά, κανείς σας δεν ξέρει, μπορώ και μιλώ πια με τους νεκρούς, παρακολουθώ διακριτικά από μακριά το πώς ζήσανε και πως χαθήκαν, καιροφυλακτώ και στην κατάλληλη στιγμή ορμάω πάνω στα απανθρακωμένα όνειρά τους και ρουφάω, αναμασώ, φτύνω κοντινά πλάνα από συναισθήματα κι ελπίδες. Τι κοιτάς, έτσι, ρε τρομαγμένε;

Πίσω και σας έφαγα.